ολόγυρος

ολόγυρος
-η, -ο (ΑΜ ὁλόγυρος, -ον)
στρογγυλός, κυκλοτερής, κυκλικός.
επίρρ...
ολόγυρα και ολόυρα (Α ὁλογύρως)
γύρω γύρω, από όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + γύρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁλόγυρος — entirely round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλογύρως — ὁλόγυρος entirely round adverbial ὁλόγυρος entirely round masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλογύρου — ὁλόγυρος entirely round masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόγυρα — ὁλόγυρος entirely round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολόγυρα — και ολόυρα επίρρ. βλ. ολόγυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”